ανερμάτιστος

ανερμάτιστος
η , ο [ος , ον ]
1) непостоянный, неустойчивый; беспринципный;

ανερμάτιστος ηθικώς — морально неустойчивый;

2) перен. малосведущий, необразованный;
3) мор. не имеющий балласта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανερμάτιστος" в других словарях:

  • ἀνερμάτιστος — without ballast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανερμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Το καΐκι είναι ακόμη ανερμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετές γνώσεις σε κάτι: Στα θέματα αυτά είναι ανερμάτιστος. 3. ασταθής, επιπόλαιος: Από την πλευρά του χαρακτήρα είναι άνθρωπος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… …   Dictionary of Greek

  • ἀνερματίστως — ἀνερμάτιστος without ballast adverbial ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερμάτιστον — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc sg ἀνερμάτιστος without ballast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστοις — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστου — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστους — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστων — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερματίστῳ — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνερμάτιστα — ἀνερμάτιστος without ballast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»